Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

ΞΕΡΕΙΣ, ΕΙΜΑΙ ΕΝΑ ΕΥΦΥΕΣ ΚΕΝΟ (είχα κάπου κι ένα πάθος):

 Ο κόσμος ο ακέφαλος   που εξεμούν οι κινηματογράφοι

Κι οι προσευχές μου.

Ξέρεις, ήμουν ένα πανούργο μηχάνημα

που παρήγαγε χίλια μωρά αγγέλων   Άσπρα και τυφλά.

Καλά.    Έτσι μ’ αγάπησα.

Είχα κάπου κι ένα άνθος.     Βρέχει –

 

Άφθονη νύχτα   Χυμένη από φωνόγραφο αρχαίο

Γρατσουνίσματα και παροξυσμοί    

Καθώς ανασαίνω   Υφαίνουν τι υφαίνουν

Έντομα πολύσπαστα με ασημένια πόδια –

Άφθονη εγώ. Και άνηβη γλυκύτητα του άλλου σκοταδιού

Ευλογώ τις νύμφες του χρωματιστού σιντριβανιού,

Τα πνεύματα των αυτοκινήτων,

Το τίμιο μοίρασμα των τροχών και των φτερών

Στου Θεού τα πλάσματα –

Άφθονη πόλη    Έντιμη, που θυμάσαι

Κόκκινα τα φύλλα τον Οκτώβρη

Κι αναγκασμένα κίτρινα –

 

(Κι η εξοχή με το δρόμο   που πάει, πάει παντέρημος

Ανάμεσα στ’ άγρια χρόνια

Τα εδώδιμα, τα φαρμακευτικά,    Βυθίστηκε –

Κι η άλλη, αχ, η μελλούμενη η βλάστηση

Καίγεται συστρέφοντας ατμούς κι αόρατα

Πνευστά φυτά -)

 [ΞΕΡΕΙΣ και ΑΦΘΟΝΗ ΝΥΧΤΑ, δυο ποιήματα από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974  κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή όπως ανθολογήθηκαν  στο μικρό ανθολόγιο της ποιήτριας ΤΙΜΑΛΦΗ, εκδόσεις Ροές 2007]

 

 


 

ΦΕΓΓΑΡΙΑ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974)

Φεγγάρια

Κόλποι των δαιμονικών

Και ποθητά κτήνη από κρύο

Με το ρύγχος τα ρευστά σβολιάζοντας

Αργυροχόου ύπνου

Στρεβλώνοντας

Τα δαχτυλίδια και τα περιδέραια

Κρίματα –

 

Έκθαμβη

Με τις καημένες τις πλεξούδες

Με καταδίδω, η αγγελική. 

 

(Δεν υπάρχουν τα μαλλιά μου, όμως,

Συνεχίζονται   Φορτισμένα

Κι οξύς ήχος στις ρίζες

Και σπινθήρας, και λέπια και ταραχή των νερών

Και τα μεγάλα φολιδωτά αισθήματα

Έρποντας

Προς τις μεγάλες στέρνες.

Κι οι μεγάλοι, βαμβακεροί

Αναστεναγμοί τους –)

 

 

Ο ΕΥΦΟΡΟΣ ΒΥΘΟΣ

Αυτός    Δικός μου ο εύφορος βυθός.

Παίζω    Με τα ξύλινα λόγια

Καίω

Κίτρινες πέτρες θαμπές, κι αέρας

Κάνοντας μικρές ακροβασίες

Λα    Λα    Λα. Ε-

 

Συχνά,    Πνέει μια ερήμωση με φώτα

Και τριγμούς εντόμων.

Α η ερπετή φωνή στο λήθαργο

Ξεκολλώντας  απ’ τα ύφαλα της ηλικίας –

 

(Πάντα κάτι σήμαινε κάτι

Ή, πέθαινε πρώτο

Μια καταστροφή με ξεφωνητά

Και φόβος πελώριος, μετά έγχρωμος,

Μετά γλυκότροπος, μετά,    Κοιμόμουν)

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974]

 

ΤΑ ΤΕΛΩΝΙΑ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974)

Όλα μαζί στη νύχτα με τα ψίχουλα

Τα τελώνια γύρω-γύρω και

Καιγόταν λίπος απ’ τις μαγικές λέξεις

Χρόνια

Τέλος, στο δυνατό καπνό πέρασε κι ο ιππότης

Μ’ ανοιχτό το στήθος, φαγωμένο    Από την καστανιά του.

Το βάθρο ταξίδευε πάντα

Σε μια ψιλή κινούμενη άμμο

Βαμμένο με κινά καθώς    Τα ερείπια.

 

Κανείς να μην αγγίζει το μεταξωτό μου

Δέρμα. Πού είσαι κοράκι μου –

 

(Έζησα στις ιώδεις εντυπώσεις

Απ’ το θρυμμάτισμα φιαλιδίων

Φίλτρων και αρωμάτων

Έσυρα τα μαλλιά μου μέχρι

Την πρώτη παράγραφο)

 

ΚΑΤΑΓΡΑΦΩ

Καταγράφω τα δώρα του Θεού

Επίσης,   Τα πετεινά της περισυλλογής

Επίσης,    Ήπια,

Ήπια το γάλα μου.

Κάπνισα πολύ

Χωρίς πάθος.

Στο έσχατο βάθος

Καπνίζουν ακόμα

Τα μεταξωτά    Φύκια –

 

(Πόσο ξεχασμένες οι μέρες που θα ’ρθουν

Άγγιξέ με.

 

Η άμμος,

Η άμμος είναι μια ακριβολόγος θλίψη -)

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974]

 

 

 

ΟΜΟΡΦΑ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974)

Όμορφα που   Έτριξαν   Τα ελάχιστα

Τα μελανά, τα   Μνησίκακα –

Περπατώ   Στο ενάρετο χολ

Σσς… Έχουν από

Συρθεί όλοι

Νύχτωσε κι άλλο –

Προχωρώ   Στο εκπρόθεσμο χολ

Σε εγκάρσιο   Πένθος –

Μπα, έσταξε τι

Θόλωσε το

Μονάκριβο, το δίφορο, το

Τριπολικό ομοίωμα στον

Υδραργυρωμένο κύκλο. Χα-

Απαρη

Γόρητη

Σκύλα –

 

 

ΔΕΝ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΠΟΥΘΕΝΑ

Δεν αρχίζει από πουθενά.

Πορφυρό με παλμούς – Τι να ’ναι

Και έτοιμο να φύγει –

Θυμάμαι λίγο, όμως,

Ξαγρυπνώ πολύ, όμως,

Σαλεύει

Στο βυθό του ματιού

Από κρέας κρόσσια

Πιο βυσσινί

Πιο περίπολο

Ή, στερεό,

Θραύεται πρισματικά

Απολεπίζεται

Λειτουργεί με φρίκη.

 

Ποιος ξέρει τι να ’γινα    Τόσο καιρό –

 

(Τότε ανασαίνω φοβισμένα στο άνοιγμα

Του μαύρου κουτιού με τα δέκα

Λογιώ μυρωδικά ξύλα και

Τα ξόρκια που φωσφορίζουν στη μέση

Της νύχτας για να κοιμηθώ. Τότε

Ζει λίγο το πνεύμα των ευτυχών γνώσεων

Κι άλλο ένα, των ερμαφρόδιτων, στενάζοντας

Κάνει το δωμάτιο να εξοκείλει.

Στο στέρνο του φυτρώνουν πάθη, μισό δένδρο,

Φωνές νερά,    Και όρνεα από το ράμφος -)

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974]

 

 

ΞΑΝΑΡΘΕ ΜΕ ΚΕΦΑΛΙ ΛΥΚΟΥ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974)

Ξανάρθε, με κεφάλι λύκου

Ίδρωνε θειάφι, τον ήξερα καιρό.

Καληνύχτα είπα. Το δέρμα μου

Είναι επώδυνο.

Με δυσκολεύει μια παλιά

Χειρονομία εγκαρτέρησης.

Πολύ είχα λυπήσει

Εκείνο με τα ραγίσματα κι έπρεπε να ’ρθεις.

Ένα σταχτί φίδι παλλόταν πάντα απ’ την οροφή –

Το ξέρω, είπε.

Δεν έχει άλλο  τίποτα να δεις

Απ’ αυτή τη μεριά.

Όμως, κι η έχθρα για το πιο τίποτα

Δεν είναι πια επίκαιρη. Με χάιδεψε ήμερα.

Είδα ένα όνειρο με συχνούς

Αποκεφαλισμούς. Και μια χοάνη

Μεγάφωνα πουλιά αδειάζοντας

Στο χάος, να τρελαίνονται.

Ζήτησε μια αναστολή ακόμα, είπε.

 

 

ΚΑΘΩΣ ΑΠΟ ΘΕΛΗΜΑ ΘΕΟΥ

Καθώς από θέλημα Θεού απλώθηκε

Το μελάνι στο χάρτη

Είδα αιφνίδια να συστρέφονται

Για μια στιγμή

Μαύρες αντένες και κεραίες

Τρομερές

Να σβήνουνε τα Έθνη.

Άγγελοι αχνίζοντας αγγέλους

Φύσηξαν θριαμβικά

Σε οικοδομήματα ανεστραμμένα, πολυώροφα.

Σύριξαν στόχοι τιναγμένοι στον αέρα,

Μπαλόνια αίμα, φούσκες μελανές,

Πυροτεχνήματα σκιαδανθή

Άνοιξαν με τριξίματα.

Πομφόλυγες χρυσά ηχούσαν,

Η Αρμονία έγκυος

Κι η γριά Δίκη με τα βράγχια

Διακρίνονταν μόλις, ορθές στο Πάνθεον.

Α, να και η έρημη Αιδώς

Και το λιθάρι με την ευλογία.

Να κι ο αμνός

Το αμερόληπτο το σφάγιο το μηρυκάζοντας

Χόρτος τα Έθνη, μηρυκάζοντας

Είδα.

 

Ακαριαία δίπλωσε μετά

Πάλι στα δυο, στα τέσσερα, στα οχτώ,

Στα δώδεκα η Ιστορία

 

ΠΕΔΙΟΝ ΤΟΥ ΑΡΕΩΣ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974)

Α, τα υμενόπτερα δένδρα έφευγαν στην πάχνη

Το πάρκο κι ο φύλακας έρημος

Γίγαντας τυλιγμένος γάζες κι ωχρά κοσμήματα

Πετρωμένος, με χελώνα στο θώρακα

Χάρτινα ματόκλαδα

Κι υγρή σφυρίχτρα στις κόχες.

 

Στα σύννεφα

Πρηζόταν του χειμώνα το θηρίο, αφόρμιζε

Εκκρίνοντας θολό στρόβιλο με γυρίνους.

Κακή ιδέα

Σα γάτα μαύρη, επιμήκης,

Κατέβαινε στο θόλο διαγώνια

Όλο κουλούρες και χαμόγελα, στο βάθος

Αβγό εκκλησία, περνούσε

Καρό παραμάνα με το καροτσάκι.

 

Ο φωτογράφος (τον ξεχνούσα)   Μου ξεφλούδιζε

Ήρεμα, πολύ ήρεμα.   Το πρόσωπο.

 

Μέχρι που είδε,

Στη διχάλα του κλαδιού,

Κι εκείνος

Το γοργόνειο.

 

ΤΑ ΛΟΓΙΑ

Τα λόγια είναι έρημα σαν ροζ. Γλυκό

Και μολυσμένο. Φτύνω.

Διασχίζουμε αβρά

Τα υφάσματα και τον τοίχο

Και το δάσος και τον τοίχο.

Α. η φωνή σου με τα φωτάκια

Κι η πολύωρη λύπηση σε περίπατο

Με τροχιές, ψήγματα φονικά και χαλίκια –

 

(Όμως, αν ξεχαστώ και στηρίξω το χέρι μου,

Δεν θα μπορώ να ξαναμιλήσω.

Κι αν κλείσω τα μάτια,

Θα ερμηνευτούν αμέσως σε εικόνες

Τα μάτια τους

Κι η πυκνή κίνηση προς τη ρωγμή

Που κρύβονται τη νύχτα οι καλεσμένοι.

Λίγο πριν έρθει ο μυρμηγκοφάγος

Ίσκιος -)

 [από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974]

 

ΑΥΤΟΣ ΜΑΣ ΚΟΡΟΪΔΕΥΕΙ…

(Μας εγκατέλειψε στη στέγη.    Δεν κοιτά άλλο.

Είναι ένα φοβερό κάτι που χαμογελά

Και δεν κοιτά άλλο -)

Σκύψε στην τρύπα.   Άκου:

Οι κόκκινοι άνθρωποι   Ρουθουνίζουν στη χύτρα

Ήχος μπλε. Μπλε. Τι ήταν τότε

Το μικρό σουσάμι    Στο αίμα σου; Καλά.

Το φύλλο του τσαγιού, ο φτωχός ηλίθιος

Το φωτάκι και μια καραμέλα διάφανη    Επιπλέουν.

Άδειασε το φλιτζάνι σου –

 

 

Τι κάνουμε λοιπόν; Τολμάς

Να ξανακατεβείς μες στο κεφάλι σου;

Άδειασε το φλιτζάνι σου.

Γρύπες, νίκες και ανθέμια πήλινα

Καμιά φορά, περνά    Παράξενη κι η θάλασσα.

Βουλιαγμένη στη μέση η στέγη.

Ας κοιτάμε   Τον ουρανό,

Μπορεί να εκραγεί   Κάποιο λεωφορείο -

 

ΤΟΤΕ, ΜΙΑ ΑΣΠΡΗ ΓΛΩΣΣΑ ΠΕΡΑΣΕ ΠΑΛΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΠ’ ΤΗ ΣΚΗΝΗ

Η ουρά του Ζώου στο διάστημα  φλεγόταν.

Πίσω απ’ τη ζελατίνα,

Φωσφορικές ρόγες δαχτύλων –

Α, ο Ατλαντικός πονετικά που με πλημμύριζε

Κι όλος ο ερυθρός οίνος των μεταλήψεων –

 

Στην ιερή αντένα το δαιμόνιο έσκουζε

Με διακοπές ρεύματος, γιάου φυλαχτείτε
Περιστερές ραμφίζαν τα καλώδια

Πανό μεγάλα έπεφταν στο χάος με καπνούς

Έσκουζε, γιάου, έρχεται    Έρχεται ευημερία

Φυλαχτείτε –

Οι λέξεις αιχμηρές φυτρώναν μ’ εκτινάξεις

Απ’ την καρωτίδα του

Έσκουζε,

Πύκνωσε ο γαλακτώδης τρόμος γύρω

Κι εγώ στο γυάλινο κώδωνα

Κενό αέρος, κενό αέρος, έγραφα πάντα,

Ήρεμα· η ουρά μου,    Σφάδαζε απ’ έξω

Μέχρι που χάθηκε. Τότε,

Οι δονήσεις σταμάτησαν απότομα καθώς

Μια νέφωση ψυχρές ακρίδες

Κάλυψε τα γράμματα.

[ΣΚΥΨΕ ΣΤΗΝ ΤΡΥΠΑ και Η ΟΥΡΑ ΤΟΥ ΖΩΟΥ από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974]

 

 

ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΞΕΝΑ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974)

Είναι παράξενο μόνο επειδή

Δεν υπάρχει κανείς να τα σκεφτεί

Πατρικά, είπε το Κουτί, καθώς

Τα τρυκ, τα άχρηστα και η Πανδώρα

Στριγκλίζοντας σκορπίστηκαν στο δάπεδο:

Εμείς, λαχνοί, έντρομες χάντρες

Βαλβίδες με δυνατούς λυγμούς,

Αρθρωτές ιστορίες,

Ο Βασιλιάς και η Βασίλισσα,

Φιστίκια, μαγνητοταινίες,

Η άσχημη αίγα που μας ανέθρεψε –

Τέλος το κέρας

Πότε γεμάτο παγωτό, πότε σκαλίζοντας

Πότε με φριχτό βήχα, πότε

Μας κοίταζε από την τρύπα κάτι

Σφοδρά, με εγκαύματα.

(Η συνείδηση, το τυφλό ψάρι

Πλέοντας πάντα στο μάτι της πόρτας-)

 

Εκκρεμούσε ακόμα τ’ απόγευμα, όταν

Το Κουτί έπαιζε ένα εύθυμο μαρς

Μας μοίρασε τσιγάρα

Κι έκλεισε.

 

ΤΑ ΚΑΗΜΕΝΑ ΤΑ ΚΩΦΑΛΑΛΑ ΑΝΘΗ

Συσκοτισμένη η αφίσα, ο τόπος

Τα καημένα τα κωφάλαλα άνθη –

Μακάβρια παιδιά με τόπια

Και φραμπαλάδες και στεφάνια

Και κορδέλες ναυτικές κατηφόριζαν

Απ’ τα νηφάλια σύννεφα κατηφόριζαν

Χωρίς λεζάντα

Με φυσαλίδες απ’ το στήθος, κεφαλαία

Κοξ   Γουίλ πι κοξ

Ένα παιχνίδι με προφητείες, κατηφόριζαν

Κι η γκουβερνάντα ιπτάμενη

Κατηφόριζαν.

 

Ένα-ένα τα κατάπινε

Η μισοφαγωμένη πόλη. Από ψηλά,

Σο γείσο κοίταζε

Ο γύψινος υπηρέτης κρυώνοντας -

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974]

 

 

ΑΠ’ ΤΗ ΛΑΜΠΑ (από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974)

Απ’ τη λάμπα σε σπείρες

Λαμπερό σιρόπι, έπειτα με τα δάκρυα

Κι οι βολβοί των νηπίων στάζοντας

Κατεβαίναν.

Στη βαθιά κούνια κόχλαζε

Οκνή μουσική. Εκεί

Μ’ αγκάλιαζε η χαϊδεμένη Μοίρα,

Η βαφτιστικιά μου

Με πηχτό παραμιλητό. Τα μαλλιά της

Ίνες αμίαντου θρύβονταν στα δόντια μου.

Σαν από σαπούνι το βάρος της, αλφική

Δίχως τσίνορα, κόκκινα μάτια, φριχτό κουνέλι

Μασούσε, μου σάλιωσε τον ώμο

Τι να μουρμούριζε –

 

(Κάτεργο στ’ ανοιχτά, χωρίς φώτα, χωρίς αέρα

Κι ο Πρίγκιπας ο Καλλιγράφος

Να χάνεται

Στο συρτάρι, να χαμογελά κακά καθώς

Επιθέματα με ξίδι πιέζουν υγρά

Στο υγρό μου μέτωπο)

 

ΤΟ ΛΑΤΟΜΕΙΟ

Η πινακίδα έδειχνε προς το τυφλό

Μια φοβερή κατολίσθηση, έπεφτα και φώναζα

Το λατομείο, α-

Άνοιγαν ηχηρά πετρώματα, ξεπηδούσαν

Θηρία κοσμικά και φλογοβόλα οράματα

Και νερά, με κυλούσε

Το παγωμένο ρεύμα τραντάζοντας ανδρείκελα

Φώναζα

Το σκοτάδι με θρόμβους ήταν

Απ’ το μαύρο αλλού, όπου άλλοι,   Πιο ξεχασμένοι,

Μες στις φτερούγες ή στις αγκύλες   Ανασαίναν.

 

Στα ύψη θρόιζε

Ένας χαρταετός αόρατος

Κατέβαιναν κι οι Μαθητές δοξολογώντας.

Ήρωες άγριοι αρσενικοί δορυφορούσαν

Ένα φεγγάρι απ’ άλλο στεναγμό

 

Κι η Δέσποινα  έλιωνε, κρυφή αρρώστια,

Μάτια με δυο και τρεις φορές

Το κυανό περίγραμμα,

Ξανά ωραία, με σπασμένο το λαιμό

Από τα χέρια της επίκλησης και τους λυγμούς –

 

Παραφρονούσε η Στοά, χυνόταν

Σε σωλήνες Οργάνου,

Στρεβλωμένους,

Δύσκολες γωνίες, έπεφτα

Διώχνοντας στον καπνό ελατά όντα μικρόβια –

 

Στο βάθος, έπαιζε αόμματος Εκείνος

Αλλάζοντας στο φύσημα

Τα λόγια μου

Σε ζώα και σε φύλακες ασώματους -

 

Έπειτα, τον ευνούχισα

Και ελευθέρωσα τη Δέσποινα·

Θρυμματίζοντάς της ένα-ένα τα δάχτυλα

Στη ζώνη του, την έσυρα

Σε κυλιόμενα έντερα και σερπαντίνες

Σωθήκαμε στα πιο βαθιά και ήταν

Πλέγμα  δαιμόνων κι η Ροτσουίνθη   Με το χηνόφτερο

Και μυρωδιές μπαχαρικών. Ήρθαν

Οι γελωτοποιοί, ο δήμιος,

Οι κίτρινες χορεύτριες στις λάχνες –

 

Σκίστηκε ο υμένας, φάνηκε

Ο βασιλίσκος, στο θρόνο πάντα.

(Και είχε κιόλας αφορμίσει

Έτρεχαν πύον το χρυσάφι κι ο ελέφαντας)

Χαμογελούσε ακόμα, μας έδειχνε

Με νεύματα τα Θαύματα:

Παρτέρια με βεγγαλικά

Ή ανθρωπάρια με ξαφνικά μεγεθυσμένα μέλη

Πίδακες τεθλασμένους,   Σμήνη οκριβάντων αιωρούμενα –

 

Μπροστά μας, η Γαμήλια Τούρτα

Κέρδιζε ύψος με τα σφυρίγματα

Ο επικίνδυνος όχλος χόρευε σε δίνες –

Φοβήθηκα. Πώς να ξυπνήσω, η Δέσποινα

Λιπόθυμη μέσα μου βάραινε –

Κολλώδη έντομα, φυτά με σάλια και ψευδόποδα

Γριές νάνοι με βεντούζες

Αδυνάτιζα όλο και ρουφάγαν το μεδούλι μου.

 

Δεν τέλειωνε έτσι το παραμύθι, δεν ήμουν εγώ,

Ποιον πάντρευαν στην κρύπτη –

 

(Ήταν ένα συνεχές τρίξιμο στο συρτάρι.

Το παιδί   Κοιμόταν βαθιά, μετατοπίζοντας αδέξια

Τα παράθυρα)

[από τη συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ ΑΣΠΡΑ ΚΑΙ ΤΥΦΛΑ 1974]

 

ΥΠΟΝΟΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠ’ ΟΣΑ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΩ: ΓΡΑΦΩ (άλλοθι)

(Νυφικό το χαρτί και γράφω.   Κυρτωμένο το φως και φθίνω.   μακραίνουν οι δρόμοι της φωνής   Καθώς βυθίζεται   Ακούγομαι πιο δυνατά καθώς βυθίζεται…   Όμως, σπρώχνω ακόμα να σωθώ    καθώς ανάμεσα τοπίο και υστερόγραφο ο αληθινός καιρός φυσά και σβήνει.   Κάποτε νυχτώνει στ’ αλήθεια.   Απλώνει το μαύρο στις φλέβες.   Τότε για λίγο, από σφυγμό σε σφυγμό γράφονται και σβήνουν παλιοί στίχοι θαμποί χωρίς λόγο, χωρίς λόγια πια σα μουσική στον καθρέφτη, σαν τεθλιμμένοι συγγενείς – Παυλίνα Παμπόυδη ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ 1977)

 

Παρασκευή, 7 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ